Του Γιώργου Μακρή
Ζωγραφική Βαγγέλης Αποστολίδης
Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στο διαδικτυακό χώρο Livemedianews #livemedianews
Μ’ αρέσει αυτή η οικογένεια των ρεμπέτικων τραγουδιών. Χωρίς ωραιοποίηση, χωρίς φιοριτούρες και μουσικές γιρλάντες βρίσκουν την αιτία που απασχολεί και βασανίζει το μυαλό σου και την αποκρούουν. Με τον τρόπο τους συμπαραστέκονται στο συναίσθημα που φωλιάζει στη ψυχή, απελευθερώνοντας το. Με το αρχικό τους ταξίμι ξεκλειδώνουν την καρδιά και σε κάνουν συμμέτοχο στη μαγεία των ήχων τους. Αφήνομαι στην επιρροή τους. Μ’ αρέσουν αυτά τα απελπισμένα, χαρούμενα ή ειρωνικά τραγούδια, που δεν σου κουνάνε το “δάχτυλο” υποδεικνύοντας το τι πρέπει να κάνεις ή να μην κάνεις. Με ένα πονηρό και υποδόριο τρόπο ξεδιπλώνουν ξεκάθαρα την κατάσταση που σου δημιούργησε το πρόβλημα: «Εμείς σου τα λέμε φίλε. Κάνε ό,τι θέλεις και να έχεις πάντα υπόψη σου, ό,τι και να κάνεις πάντα λάθος θα είναι…» και συνεχίζουν περήφανα τη μουσική αποστολή τους, χωρίς να ζητάνε τίποτα άλλο, παρά μόνο την αναγνώρισή τους ως στοιχείο της νεοελληνικής σου ταυτότητας.
Το ρεμπέτικο δεν είναι σημαία ευκαιρίας. Είναι σύλληψη καρδιάς κι έχει ένα ιδιαίτερο βάρος που προσδιορίζει από πολλές δεκαετίες πριν, τη συμβολή του στην τελική διαμόρφωση του νεοέλληνα.
Είναι μια μουσική που παράχθηκε με τη συμβολή ποικίλων μουσικών καταβολών στην πορεία του χρόνου, ενεργοποίησε και ενεργοποιεί συναισθήματα και προσδοκίες. Κι όλα αυτά πέρα από σύνορα και αυστηρούς περιορισμούς σε μία σκυταλοδρομία που διαμόρφωσε ένα “ήθος” και ένα “ύφος” τραγουδιών αξεπέραστο διαχρονικά… Η μουσική είναι μία και δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο να την περιορίσει και να της απαγορεύσει το “ταξίδι”. Αν σε βρει η σαϊτιά του ρεμπέτικου και το ερωτευτείς, γίνεται και δικιά σου μουσική κι ας είσαι Άγγλος, Γάλλος, Πορτογάλος ή Τούρκος…
Αναδύεται κάθε φορά μέσα από ξεχασμένες δεκαετίες και φτάνει στο «τώρα». Σαν χρησμός ιεροφάντη, όπως κάνουν όλες οι λαϊκές μουσικές του κόσμου, καταγγέλλει χωρίς ιστορική διακοπή την κοινωνική αδικία, την προδοσία, την μπαμπεσιά, την ξενιτιά, την ανεργία, την αναλγησία των κρατούντων και παράλληλα απλώνει χέρι και εξυμνεί τον έρωτα, τη φιλία, την μπέσα, τη μαγκιά, εντάσσοντάς τα όλα στη σύγχρονη πραγματικότητα ως στοιχείο κοινωνικής διαμαρτυρίας, που υποκρύπτει έντονα το ίχνος της πολιτικής πρωτοβουλίας, χωρίς κομματικές καθοδηγήσεις. Η μη στοίχιση των καλλιτεχνών του ρεμπέτικου πίσω από την κάλυψη κομμάτων και καθεστώτων, το υποχρέωσε σε αφάνεια.
Στην καλύτερη περίπτωση στερήθηκε την επικοινωνία με το ευρύτερο κοινό μέχρι το 1957. Η χούντα των συνταγματαρχών το θεωρούσε άκρως «επικίνδυνο», προκρίνοντας αρκετές φορές εύπεπτα τραγουδάκια με άοσμες και άνευρες μουσικές. Η Ελληνική Ραδιοφωνία/Τηλεόραση την περίοδο της επταετίας το είχε μόνιμα τακτοποιημένο σε black list. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Το επίσημο κράτος, με όλες τις αποχρώσεις του, έφτασε πολλές φορές στο σημείο να καταδιώκει και να ποινικοποιεί τη δραστηριότητα των φυσικών συντελεστών του, μουσικών, τραγουδιστών και παραγωγών με σκληρές διώξεις και απαγορευτικές λογοκρισίες.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι το ρεμπέτικο, παρόλο που κατηγορήθηκε για τον αντιπατριωτικό χαρακτήρα του και αποδοκιμάστηκε διαχρονικά περνώντας μέσα από λογοκρισία, ποινικές διώξεις, εξορίες των συντελεστών του και κοινωνικούς αποκλεισμούς, απέδειξε έμπρακτα τον πατριωτισμό του. Με την έναρξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940, οι πένες και τα μπουζούκια των λαϊκών συνθετών, όσων δεν επιστρατεύτηκαν, πήραν φωτιά… προβάλλοντας τις νίκες του στρατού μας και διακωμωδώντας τους αντιπάλους, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην ενίσχυση του ηθικού των Ελλήνων.
Το ρεμπέτικο δεν είναι μουσικό είδος ασυνεχές. Είναι πάντα παρόν και μας υπενθυμίζει την παρουσία του κάθε φορά που συναντά στον δρόμο του κοινωνικές αποκλίσεις από την αίσθηση του ηθικά και κοινωνικά αποδεκτού, εξαιτίας μεθοδεύσεων καλοπληρωμένων “influencers”(*). Έχει αξιοπρέπεια και διεισδυτικότητα στην κοινωνία και δεν χρειάζεται δήθεν λαϊκές μιμήσεις-πατερίτσες και μακιγιαρισμένες μουσικές εκφράσεις λόγου και σώματος, από διψασμένους για προβολή τύπους, για να αξιολογηθεί. Έχει αυταξία και κύρος και είναι τυπικά και ουσιαστικά αναγνωρισμένο, σε παγκόσμιο επίπεδο, από την UNESCO, ως στοιχείο της “άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς του κόσμου”. Την έχει επιβάλει την αξία του και την παγκόσμια αναγνώρισή του.
Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα δεν είναι ίσως η φοβερή μουσική του, ούτε η τρομερή στιχοπλοκή του που το κάνει να επηρεάζει και να ευαισθητοποιεί ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, χωρίς διακρίσεις. Είναι η αυθεντικότητα και η ευαισθησία του συνολικού αποτελέσματος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας που εκφράζει την εσωτερική αγωνία και ευαισθησία των συντελεστών του. Ψυχικές καταστάσεις που πολλές δεκαετίες τώρα αποτυπώνουν, σε ένα συνεχές ρεπορτάζ, κοινωνικά φαινόμενα και στρεβλώσεις ακόμα και της πολιτικής ζωής με απλό, συνεκτικό και κατανοητό τρόπο…
Όσοι γεννούν πρωθυπουργοί / όλοι τους θα πεθάνουν/τους κυνηγάει ο λαός/ για τα καλά που κάνουν…
Η ευαισθησία που τροφοδοτεί την έμπνευση των γνήσιων λαϊκών μουσικών, κάνει την καρδιά τους να πάλλεται σ’ ένα ξέφρενο ρυθμό, δίνοντας ζωή στα όργανα. Το ρεμπέτικο έχει καρδιά, αίμα, συναίσθημα, νεύρο και μαζί με άλλα λαϊκά πολιτιστικά στοιχεία παράγεται από τον λαό και έχει αποδέκτη τον ίδιο τον λαό. Δεν είναι εγκεφαλικό προϊόν. Παράγει διαχρονική πολιτιστική αξία αναγνωρισμένη όχι μόνο από επιφανείς μουσικούς, όλων των μουσικών ειδών, αλλά κυρίως από τον ίδιο τον λαό, που πάντα του δίνει τον ρόλο του πρωθιερέα στα γλέντια, στις χαρές και στις λύπες του.
Είναι παράξενο, όταν γράφω για το ρεμπέτικο, το μετουσιώνω μέσα μου ως ένα από τα νεότερα δημιουργήματα του λαού μας, παράλληλα με τη γέννηση του αστικού τρόπου ζωής στο πρώτο τέταρτο του 19 ου αιώνα. Είναι τραγικό ότι ακόμα και σήμερα το ρεμπέτικο, ως μουσικό είδος που περιλαμβάνεται και ηγεμονεύει στην ευρύτερη έννοια του αστικού-λαϊκού μας τραγουδιού, βάλλεται από ορισμένα κοινωνικά ανακλαστικά, τα οποία συνειρμικά το παραπέμπουν σε ένα περιθωριακό είδος τραγουδιού. Ένα “ποταπό” είδος μουσικής έκφρασης, στο οποίο “ενέχεται” ο κόσμος της φυλακής και του περιθωρίου και χαρακτηρίζεται ως φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο άνθισε, ιδιαίτερα την περίοδο της κλασσικής ακμής του (1932-1940). Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από τις μισές ή στρογγυλεμένες αλήθειες.
Ναι, είναι γεγονός ότι ο χώρος της φυλακής, του περιθωρίου και του τεκέ ακόμα, είχαν συμβολή στη δημιουργία του. Όμως η άποψη αυτή συστηματικά και σκόπιμα αγνόησε τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες στις κρίσιμες περιόδους της εμφάνισης και δημιουργίας του. Σε μια περίοδο που οι κοινωνικές ανάγκες και οι πολιτικές εξελίξεις δημιούργησαν έντονα κύματα αστυφιλίας, ο αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας αναλφάβητος, πεινασμένος, κυνηγημένος από την ανέχεια που τον βύθιζε στην απόγνωση και έχοντας χάσει για τα καλά και επί της ουσίας το όχημα του διαφωτισμού, έλκεται αναγκαστικά από την ιδέα ενός πιο ανθρώπινου μέλλοντος στα μεγάλα αστικά κέντρα. Έτσι στην Αθήνα, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη, αρχίζει να οργανώνεται η σύγχρονη βιομηχανική παραγωγή, με πλημμελείς νομικές ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους και με προνομιακούς τρόπους λειτουργίας προς ορισμένους επιχειρηματικούς κλάδους.
Κι εδώ, στον νέο χώρο της προσδοκίας του για μια υποφερτή ζωή, ο εργάτης συναντά ένα ανάλγητο λειτουργικά κράτος, χωρίς καμία κοινωνική πρόνοια, εκπαιδευτική υποδομή, ιατρική φροντίδα και κατοχύρωση στοιχειωδών δικαιωμάτων και προσπαθεί να επιβιώσει, να χορτάσει την πείνα του. Στο νέο του χώρο το ταλαιπωρημένο ανθρώπινο δυναμικό εκφράστηκε με το ρεμπέτικο τραγούδι. Το θεώρησε μια συνέχεια του παραδοσιακού τραγουδιού που γνώρισε στους τόπους απ’ όπου ξεκίνησε ως νέος Οδυσσέας, για να αγγίξει το νέο του όνειρο, μια υποφερτή ζωή.
Κι όμως, από τα απίθανα που συμβαίνουν στη μικρή ζωή μας, το “περιθώριο” και ο τεκές συνέβαλλαν στη δημιουργία του ρεμπέτικου. Τι είναι το “περιθώριο” παρά ένα μικρό μέρος μια μεγάλης εικόνας που περιλαμβάνεται με σκούρα χρώματα, στη μεγάλη εικόνα της κοινωνίας μας. Και στο σκούρο χρώμα της εικόνας στοιβάζονται αυτοί που στάθηκαν άτυχοι στην ιδιότυπη λοταρία της ζωής και οι παρίες της κοινωνίας, που κάτω ακόμα, ορισμένοι από αυτούς, από την πρόσκαιρη μέθη του χασισιού ονειρεύτηκαν, μίσησαν, αγάπησαν, πρόδωσαν και προδόθηκαν. Ο κόσμος της «παραβατικότητας» και του «κοινωνικού περιθωρίου» αντάμα με την πλειοψηφία των υπόλοιπων μεροκαματιάρηδων μουσικών, ιθαγενών και προσφύγων, με οπλοστάσιο μπουζούκια, κιθάρες και μπαγλαμάδες, χωρίς να το αντιλαμβάνεται δημιούργησε ένα “μουσικό κίνημα” το “ρεμπέτικο”, το οποίο στην πορεία του μπόλιασε με τη σφραγίδα του “ύφους” και του “ήθους” του την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής.
Σκέφτομαι όλους τους πολέμιούς του. Αυτούς που δεν κατάφεραν ή δεν θέλησαν να ακολουθήσουν τη θεραπευτική αγωγή” του και μέσα τους δημιούργησαν μία αντιπαλότητα, η οποία μετεξελίχτηκε σε σκουριά και μίσος για το ρεμπέτικο. ‘Ένα μίσος για την επιρροή του στις γενιές που πέρασαν, στις γενιές του σήμερα και ενδεχόμενα για τις αυριανές. ‘Ένα μίσος που τους υποχρέωσε να επιστρατεύσουν τον “λογιοτατισμό” και τις ανεπίτρεπτες και προσβλητικές εκφράσεις τους, για να υποστηρίξουν τις μουσικές προτιμήσεις τους, καθόλα σεβαστές.
Κάποτε διάβασα έναν μεγάλο Έλληνα μουσικό να περιγράφει την ευτυχία που νιώθει λίγο-πολύ ακόμα και στον ύπνο του όταν το θείο ταλέντο του τον οδηγεί στον χώρο της κλασικής μουσικής ανακαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο την «υπέρτατη» έκφραση ευτυχίας. Μα η υπέρτατη έκφραση και το άγγιγμα της μέσα από τη μουσική έχει έναν υποκειμενικό χαρακτήρα σεβαστό και κατανοητό. Είναι αυτός ο υπερφίαλος εγωισμός που κάνει ακόμα και τους ταλαντούχους ανθρώπους να χάνουν το “μέτρο” και να πλανιούνται σε σκοτεινούς λαβύρινθους κατηγορώντας λαούς ολόκληρους, όπως τον δικό μας, για μουσικές επιλογές που υπαγορεύονται από την έλλειψη παιδείας και την επίδραση απόλυτης ψυχολογικής παρακμής και σήψης από πολιτιστικά υποπροϊόντα, όπως είναι το ρεμπέτικο!
Κι όμως το ρεμπέτικο αντιστέκεται σε ιδεοληψίες και συνθήματα του τύπου “ανήκουμε στη δύση, διότι εκεί μας καλεί το συμφέρον και το πεπρωμένο μας” και “Έλληνες μακριά από την επιρροή της λάγνας ανατολής και τις άθλιες και ποταπές στιχοπλοκές των αισχρών ρεμπέτικων”. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί κάνουν τον “καθωσπρεπισμό” να ερυθριά και να αισχύνεται, κατά τη γνώμη μου, από την υποκριτική συμπεριφορά των υποστηρικτών του. Όσοι αγαπούμε το ρεμπέτικο ανήκουμε στην πατρίδα της καρδιάς εκεί που κουρνιάζει η Ανατολή, η Δύση, ο ήλιος και το φεγγάρι. Εκεί που γεύεται ο άνθρωπος χαρές και πίκρες.
Αυτά δεν είναι λόγια και ισχυρισμοί ενός παράξενου ρέκτη του ρεμπέτικου. Είναι η αναγνώρισή του από την UNESCO, με κείμενα θερμά και υποστηρικτικά γι’ αυτήν την πονεμένη, συλλογική μουσική σύνθεση, ως στοιχείο συνυφασμένο με την “Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Παγκόσμιας Ανθρωπότητας ”, από τον Δεκέμβρη του 2017. Καμιά φορά μου έρχονται στο μυαλό τα αποτρόπαια εγκλήματα των Γερμανών ναζί στα κρεματόρια. Σ’ αυτούς τους χώρους μαρτυρίου που έκαιγαν με μίσος εβραίους και άλλους δυστυχείς κρατούμενους, ανεβάζοντας παράλληλα το “πολιτιστικό επίπεδο των ναζί” με το να ακούνε ζωντανές κλασικές μουσικές, από έγκλειστους κρατούμενους μουσικούς. Την ίδια ώρα που τα κρεματόρια έκαιγαν ανθρώπινες υπάρξεις μεταξύ των οποίων φορείς επιστήμης, τέχνης, ανθρώπινης δεξιότητας και πολιτισμού. Αυτό κι αν θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε “ επίδραση απόλυτης ψυχολογικής παρακμής”.
Αλλά δεν φταίει βέβαια η μουσική και το τραγούδι. Μόνο ένας βλάκας θα το υπέθετε. Φταίει η πολιτική και η επιβολή της στην κοινωνική ρότα που το κατευθύνει, για καλό ή για κακό του ανθρώπου! Ποτέ μου δεν κατάλαβα τον μουσικό δογματισμό κάποιων ανθρώπων και τη μονομανία τους, για κάποιο μουσικό είδος. Με τον φανατισμό τους χάνουν την ευκαιρία να απολαύσουν, έστω και περιορισμένα, την ποικίλη προσφορά των μουσικών επιλογών. Επιβάλλουν με αυτόν τον τρόπο στον εαυτό τους μία μουσική “μονοκαλλιέργεια”. Ίσως φοβούνται να μη μολυνθεί το μουσικό καταφύγιο της επιλογής τους. Είναι δικαίωμά τους.
Εγώ πάντως αγαπώ το ρεμπέτικο:
- γιατί δεν μου βάζει όρια
- γιατί δεν μου ζητάει να το αγαπήσω
- γιατί μου ανοίγει διάπλατα μουσικούς δρόμους επικοινωνίας
- γιατί με απλές κουβέντες διεισδύει και στις πιο απόκρυφες κρυψώνες της καρδιάς
- γιατί είναι ένα διαχρονικό και πάντα επίκαιρο σχόλιο στη ζωή μου και ο ήχος των παλλόμενων χορδών του χαϊδεύει την ψυχή μου.
- γιατί δίνει συνεχώς χαστούκια στο γιαλαντζί (**)“καθωσπρεπισμό”
- γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς
Σημειώσεις: influencers (*) =επιρροές, γιαλαντζί (**) = τούρκικη λέξη μεταφορικά ψεύτικο